Ταραμάς
Ταραμάς είναι η λέξη που χρησιμοποιούν οι Έλληνες αναφερόμενοι στους κόκκους από ερυθρό χαβιάρι (αυγά) που βγαίνει από τον μπακαλιάρο ή τον κυπρίνο και το οποίο-όπως και τα ξαδέλφια του, το μαύρο χαβιάρι και το αυγοτάραχο του τόνου – θεωρείται ένα από τα εκλεκτότερα είδη αυγοτάραχου.Στο εμπόριο διατίθενται δύο είδη ταραμά. Ο λευκός και αυτός με το βαθύ ρόδινο χρώμα. Ο λευκός ταραμάς θεωρείται ποιοτικά ανώτερος.
Ο ροδόχρους έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην αγορά στη δεκαετία του 1950, κυρίως λόγω ενός εμπορικού τεχνάσματος , καθώς οι παραγωγοί πίστευαν, κατά κάποιο τρόπο, ότι ένα έδεσμα με χρώμα ήταν πιο ελκυστικό από τα άγευστα λευκά παρασκευάσματα.
Με λίγα λόγια, άρχισαν να προσθέτουν χρωστικές ουσίες. Η επιτυχία θα πρέπει να ήταν αστραπιαία αφού, έκτοτε, ο ροδόχρους είναι και ο πιο κοινός ταραμάς.
Δύο είναι οι βασικές παραδοσιακές συνταγές με ταραμά. Η πιο γνωστή είναι η ταραμοσαλάτα. Το πλούσιο αυτό άλειμμα θεωρείται το άλφα και το ωμέγα στο τραπέζι της Σαρακοστής. Ουσιαστικά, η ταραμοσαλάτα είναι ένα κρεμμώδες, πολτοποιημένο άλειμμα από αυγοτάραχο που έχουμε χτυπήσει (κατά προτίμηση στο γουδί) με βρασμένες και ξεφλουδισμένες πατάτες ή ψωμί.
Προσθέτουμε, εν συνεχεία, εναλλάξ στο μείγμα ελαιόλαδο και χυμό λεμονιού, αναλόγως με την απαιτούμενη δοσολογία. Συνήθως, η ταραμοσαλάτα που γίνεται με πατάτα είναι πιο κρεμμώδης αλλά οι σκληροπυρηνικοί της παράδοσης επιμένουν ότι η μόνη αποδεκτή βάη είναι το ψωμί.
Πηγή: Βικιπαίδεια